728x90 AdSpace

  • ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

    Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

    Το φτωχό καλό παιδί...Του Φ. Κόντογλου

         Ήταν μια φορά κ' έναν καιρό μια φτωχή γυναίκα κ' είχε τέσσερα θηλυκά παιδιά. Δούλευε η άτυχη να τα μεγαλώσει, αλλά τι να σου πρωτοκάνει; Μεροκάματο, μεροφάγωτο. Ίσα-ίσα το ψωμί των παιδιών της έβγαζε. Τα είχε κ' εγύριζαν γυμνά και ξυπόλυτα ' δεν περίσσευε λεπτό να τους πάρει και κανένα ρουχαλάκι. Αν βρισκόταν καμμιά χριστιανή και της έδινε κανένα παλιό, το συγύριζε για τη μεγάλη, έπειτα το έκοβε, να το βάλει η δεύτερη, η τρίτη. Για το μικρό δεν απόμενε τίποτα. Χειμώνα και καλοκαίρι γύριζε μ'ένα κουρελιασμένο πουκαμισάκι, ξυπόλυτο και ξετραχηλισμένο.
    Μια χρονιά ο χειμώνας ήρθε πολύ βαρύς! Βροχές, κρύα, χιόνια. Το καημένο το μικρό ....
    έτρεμε, δε μπορούσε να ζεσταθεί. Λέει της μάνας του: "Μάνα! Γω θα φύω! Θα πά να βρω άλλη μάνα, να μου κάνει και κανένα ρουχαλάκι καμμιά φορά. Θα πεθάνω, αν απομείνω άλλο εδώ! Μόνο με το πουκαμισάκι δε βαστώ!"
    Φεύγει το παιδί! Πάει... πάει... Στο δρόμο βρίσκει ένα πουλάκι κάτω απ'ένα δέντρο. Το πουλάκι ήταν μικρό κι αμάλλιαγο. Είχε πέσει απ'τη φωλιά του και φώναζε. Δεν είχε δύναμη να πετάξει, ν'ανεβεί πάνω στο δένδρο. Θα ψοφούσε κάτω στο χώμα.
    Το παιδί το λυπήθηκε. Το πήρε στα χεράκια του, το ζέστανε μεσ'στη φούχτα του. Κοίταξε γύρω του και, σαν είδε έναν άντρα που ερχόταν, του είπε και το έβαλε πίσω στη φωλιά του. Το γλίτωσε το πουλί!
    Πήρε πάλι το δρόμο του το παιδί και πήγαινε να περάσει ανάμεσα από κάτι κλαδιά. Βλέπει μιαν αράχνη κ' έπλεκε το πανί της πάνω κάτω, μπρος-πίσω και το μεγάλωνε γράηγορα- γρήγορα λες κ'είχε βιάση μεγάλη. Στάθηκε το παιδί και λέει: "Ας μη της χαλάσω το πανάκι της, ας πάω απ'την άλλη μεριά, να μη στεναχωρήσω την αράχνη." Του λέει η αράχνη:
    - Σ'ευχαριστώ, καλό παιδί! Το καλό που μού'κανες τι θέλεις να σου κάνω; Πού πας τώρα έτσι δα γυμνό και ξυπόλυτο;
    - Πά να βρω πανί, να το πάω της μάνας μου, να μου κάνει κ'εμένα κανένα ρουχαλάκι, γιατί κρυώνω.
    - Πήγαινε, του λέει η αράχνη, και στο γυρισμό σου πέρασε από δω να μου πεις να σε βοηθήσω κ'εγώ σε ό,τι δύνομαι.
    Φεύγει το παιδί, πάει πιο πέρα, βρίσκει ένα βάτο. Πάει να περάσει, πιάνεται το πουκαμισάκι του πάνω στ'αγκάθια, κουρελιάστηκε, απόμεινε ντιπ τσίτσιδο. Έκλαιγε πια το παιδί. Ήταν καημός καρδιάς να τ'ακούς και να το βλέπεις!...
    Τ'ακούει εν'αρνάκι που έβοσκε εκεί δα κάτω στο λιβάδι. Του λέει:
    - Τί έχεις παιδάκι μου; Γιατί κλαις; Σ'έδειρε κανείς;
    - Αχ! λέει το παιδί, πήγαινα να βρω κανένα ρουχαλάκι, να ντυθώ και πέρασα απ' το βάτο κι ο βάτος μου κουρέλιασε το πουκαμισάκι μου κι απόμεινα ολοτσίτσιδο.
    Ερωτά τ'αρνί το βάτο:
    - Αμ' γιατί του έκανες αυτό το κακό; Τί θα γίνει τώρα με το παιδί;
    - Δώσ'του συ μαλλί κ'εγώ να το ξάνω. Να το πάρει, να πάει στη μάνα του, να του κάνει ρουχαλάκια, να είναι και μάλλινα να μην κρυώνει, λέει ο βάτος.
    Αρχίζει τ'αρνί, γυρίζε, γύριζε γύρω-γύρω στο βάτο άφηνε πάνω στ'αγκάθια το μαλλί, το μάζευε το παιδί ξασμένο. Αφού μάζεψε κάμποσο, λέει:
    - Σ'ευχαριστώ, αρνάκι μου! Πάω τώρα να προκάμω τη μάνα μου, να μου το γνέσει και να μου το υφάνει, να το κόψει και να το ράψει πριν απ'του Χριστού, να το βάλω που θα πάω να κοινωνήσω.
    Έτρεχε πια στο δρόμο όλο χαρά, αλλά συλλογιόταν κιόλας που δε θα πρόκανε η μάνα του, μεροκαματάρισσα όπως ήταν, να κάνει όλες τούτες τις δουλειές ως του Χριστού και στεναχωριόταν.
    Άμα έφτασε κάτω απ'το δέντρο, που ήταν η φωλιά του πουλιού, νά'σου μπροστά του η μάνα του πουλιού:
    - Αχ! καλό παιδί! του λέει, πώς να σ'ευχαριστήσω; Το καλό που μού'κανες κι έσωσες το πουλάκι μου, πώς να σου το ξεπληρώσω; Τί'ναι τούτο που βαστάς στα χέρια σου;
    Λέει το παιδί πως ήταν το μαλλί που τού'δωκε τ'αρνάκι και βιαζόταν να το πάει στη μάνα του να το γνέσει, να το υφάνει, να το κόψει, να το ράψει, να του κάμει ρουχαλάκια, να τα βάλει του Χριστού, να πά να κοινωνήσει.
    - Δώσ'μου να σ'το γνέσω εγώ! λέει το πουλάκι.
    Το πήρε στη μύτη του, ανέβηκε ψηλά-ψηλά, να κάμει μακριά κλωστή. Ως να γυρίσεις να ιδείς, τό'χε γνεσμένο, τό'κανε κουβάρι!
    Το πήρε το παιδί και έφυγε.
    Σαν έφτασε στην αράχνη, εκείνη το περίμενε.
    - Ε! Τί έκαμες; Ηύρες τίποτα;
    Σαν είδε τα κουβάρια το νήμα που βαστούσε στο χέρι του, πήρε το νήμα κι αρχίνησε, το ύφανε μάνι-μάνι μια χαρά!
    Πήγε το παιδί στη μάνα του, της έδωκε το πανί, κι αυτή του έκοψε το φουστανάκι του, του το έρραψε, το έβαλε και ωμορφοστολίστηκε. Πήγε στην εκκλησία κι όλοι το εχάιδευαν που ήταν έτσι δα ζεστό και ομορφοντυμένο...Το λαικό αυτό Χριστουγεννιάτικο παραμύθι είναι του  μεγάλου μας συγγραφέα Φώτη Κόντογλου΄΄

    22 Δεκ2008

    παραμ..jpg
    παραμ3.jpg"Στα πρώτα και τα παλιά τα χρόνια όλα τα ζώα μαζεύτηκαν σ'έναν τόπο κ' έκαμαν συμβούλιο, για να εκλέξουν βασιλέα. Όλα τα ζώα συμφώνησαν, ότι απ'όλα πιο αντρειωμένο είναι το λιοντάρι και αυτό πρέπει να είναι ο βασιλέας τους. Έβαλαν λοιπόν το στεφάνι στο κεφάλι του λιονταριού και έγινε βασιλέας.
    Με χρόνια πολλά το λιοντάρι αρρώστησε και κείτονταν στο στρώμα. Όλα τα ζώα πήγαν και είδαν το βασιλέα τους, που ήταν άρρωστος.
    Μια μέρα ο λύκος, ένας άσπρος λύκος, πήγαινε να ιδεί το λιοντάρι. Κει που πήγαινε, βρίσκει στο δρόμο την αλεπού και της λέει:
    - Αλεπού, άιντε πάμε να ιδούμε τι κάνει ο πολυχρονεμένος ο βασιλιάς μας ' είναι άρρωστος.
    - Πήγαινε, σαν θέλεις, είπεν η αλεπού ' μήπως είναι εκείνος καλύτερος από μένα και θα πάω εγώ στα πόδια του; Ας έρθει εκείνος στα δικά μου τα πόδια.
    Ο λύκος δεν της είπε τίποτε. Εχάρηκε μάλιστα που θα πάη και θα πη στο λιοντάρι "αυτό κι αυτό είπεν η αλεπού", και θα φανή αυτός καλός με το λιοντάρι. Χαιρόταν και πήγαινε στο δρόμο. Η αλεπού πάλι πήγαινε από πίσω του σιγά-σιγά, να ιδή τι θα ειπή στο λιοντάρι.
    Πήγεν ο λύκος, μπήκε μέσα κ' έκατσε κοντά στο λιοντάρι. Η αλεπού στάθηκε πίσω από μια κουρτίνα και άκουε τι λένε.
    Σε λίγο λέει το λιοντάρι στο λύκο:
    -Αυτή η αλεπού πολύ μας περηφανεύτηκε και δεν είπε: "Ο Βασιλέας είναι άρρωστος, ας πάω να ιδώ τι κάνει".
    Του λέει κι ο λύκος:
    - Ο Θεός να σε πολυχρονίζη, βασιλέα μου. Όταν ερχόμουν, την είδα την αλεπού και της είπα: "Άιντε να πάμε στο βασιλέα τον πολυχρονεμένο, να ιδούμε τι κάνει" και μου είπε: "εγώ δεν θα πάω ' μήπως είναι καλύτερος από μένα;"
    Είπε τότε το λιοντάρι:
    - Ε και νά έπεφτε από πουθενά στα χέρια μου! ήξερα εγώ τι να την έκανα.
    Τη στιγμή εκείνη μπήκε μέσα η αλεπού κ' επροσκύνησε τον βασιλέα.
    - Αλεπού, της λέει, πού ήσουνα ως τώρα και δεν ήρθες να με δης;
    - Αχ βασιλέα μου, λέει η αλεπού, δεν ξέρεις εγώ που ήμουν! Άκουσα πως ήσουν άρρωστος και ρώτησα που μπορώ να βρω έναν καλό γιατρό και μου είπαν, στο Μπαγδάτι είναι ένας γιατρός ξακουσμένος κι αμέσως ξεκίνησα κ' επήγα στο Μπαγδάτι, για να τον φέρω να σε γιατρέψη. Εκείνος μου είπε: "Εγώ για να πάω δεν είναι ανάγκη. Εγώ ξέρω την αρρώστια του βασιλέα σας. Να σου πω το γιατρικό του και, σαν πας, κάμετέ το: Να κόψετε στη μέση ένα λύκο, έναν άσπρο λύκο, και με το πετσί του να τυλίξετε το βασιλέα σας ' αν δεν το κάμετε αυτό, θα πεθάνη." Εγώ πάλι καθόλου δε στάθηκα ' μέσα σε μιαν ημέρα ήρθα.
    Ο λύκος καθόταν εκεί δα. Ευθύς το λιοντάρι πρόσταξε κ' έκοψαν το λύκο κ' ετύλιξαν στο πετσί του το λιοντάρι και γιατρεύτηκε.
    Τότε είπε το λιοντάρι:
    - Ω, του σκύλου το γυιό, το λύκο! Η αλεπού τόσο καλό μου έκαμε κι αυτός πολεμούσε να της κάνει κακό!"
    ("Ελληνικά Παραμύθια", εκλογή: Γ.Α.Μέγα, εικόνες: Ράλλη Κοψίδη και Φώτη Κόντογλου)
    παραμ2.jpg

    12 Δεκ2008

    "Απ' τ' άγιου Σπυρίδωνα
    σπυρί-σπυρί μεγαλώνει η μέρα"
    λέγαν οι παλιοί...
    "Έπειτα απ'τη γιορτή τ' Άη-Νικόλα, στις 12 του μήνα έρχεται ο Άη-Σπυρίδωνας, που ο λαός μας πιστεύει πως θεραπεύει τα σπυριά και διώχνει την πανούκλα. Κι ακόμα, οι ξωμάχοι μας πιστεύουν πως είναι ο βοηθός τ' Άη-Νικόλα σε στεριές και θάλασσες και χαλάει τα παπούτσια του τρέχοντας εδώ κι εκεί να βοηθήσει αυτούς που κινδυνεύουν. Δεν σταματάνε κι οι δυο τούτοι Άγιοι, λέει ο λαός μας. Πάντοτε βρίσκονται κάπου και βοηθούν, βοηθούν αυτούς που κινδυνεύουν στ'ανοιχτά πέλαγα και δέρνονται στ'αρμυρονέρια της θάλασσας." (Βασίλης Λαμνάτος, "Οι μήνες στην αγροτική και ποιμενική ζωή του λαού μας")
    "Ο άγιος Σπυρίδωνας πολλές φορές βγαίνει από την εκκλησιά του στην Κέρκυρα, που είναι το λείψανό του, και γυρίζει τη θάλασσα και τη στεριά, για να κάμει καλά και να βοηθήσει εκείνους που τον επικαλούνται. Γι'αυτό χαλάει τα υποδήματά του, και είναι αναγκασμένοι να του τ'αλλάζουν κάθε τόσο." (Νικόλαος Πολίτης, "Παραδόσεις")
    "Η πανούκλα και ο άγιος Σπυρίδωνας: Όταν ήταν πανούκλα στην Κέρκυρα, στα 1825 και '16, εφάνη μια φορά στον αέρα ένας καλογεράκος με τη σκούφια του να κυνηγά ένα θηρίο και να το χτυπά μ'ένα μεγάλο σταυρό. Ο καλογεράκος ήταν ο άγιος Σπυρίδωνας και το θηρίο η πανούκλα. Ήταν σα λιοντάρι και μαϊμού μαζί, κι είχε φτερά σαν της νυχτερίδας. Στο κάπο-Σίδερο την ανάγκασε ο άγιος, χτυπώντας την με το σταυρό, να κάμει σταυρό στο βράχο και να ορκιστεί να μην ξαναπατήσει στην Κέρκυρα. Και ο σταυρός είναι τος ακόμη." (Νικόλαος Πολίτης, "Παραδόσεις")
    "[...] Σε μια κερκυραϊκή παράδοση ο άγιος παριστάνεται να καταδιώκει την πανώλη. Από παρετυμολογία του ονόματός του πιστεύεται ότι θεραπεύει τα σπυριά και την ευλογιά. Γι'αυτό και στη γιορτή του φέρνουν κόλλυβα στην εκκλησία. Ακόμη και τον πόνο των αυτιών θεραπεύει και είναι αξιοσημείωτες οι σχετικές θεραπευτικές συνήθειες. Έτσι στην Κίο: Όποιος πονούσε στ'αυτί έταζε στον άγιο Σπυρίδωνα να του πάει γλυκό, να γίνει τ'αυτί του καλά. "Άγιε Σπυρίδωνά μου, κάνε τ'αυτί μου καλά, να σε φέρω ένα γλυκό". Όποιος είχε τέτοιο τάσιμο, τον εσπερινό τ'αγίου Σπυρίδωνα έκανε λαλάγγια (τηγανίτες) ή χαλβά και τα πήγαινε στον άγιο Σπυρίδωνα' ήτανε ένα "μάρμαρο" στο βουνό, στο εξωκλήσιν άγιον Γεώργιον, έβγαινε μέσα από το βουνό κι είχε μια τρύπα στη μέση. Το είχαν φραγμένο με τζάμια γύρω γύρω. Απάνω στο μάρμαρο ήτανε η εικόνα του αγίου Σπυρίδωνος και ένα καντήλι. Έπαιρνε ο παπάς τα λαλάγγια, τους έλεγε μια ευχή και τα μοίραζε στα παιδιά. Ύστερα πήγαινεν ο άρρωστος, άνοιγε τα τζάμια, έβανε τ'αυτί του επάνω στην τρύπα και παρακαλούσε τον άγιο Σπυρίδωνα να του το γιάνει.[...]" (Γ.Α.Μέγας, "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας")
    "[...] Ήτανε προστάτης των φτωχών, πατέρας των ορφανών, δάσκαλος των αμαρτωλών. Kαι είχε τέτοια καθαρότητα και αγιότητα, που του δόθηκε η χάρη άνωθεν να κάνει πολλά θαύματα, για τούτο ονομάσθηκε θαυματουργός. Mε την προσευχή του μάζευε τα σύννεφα κ' έβρεχε σε καιρό ξηρασίας, γιάτρευε τις αρρώστιες, τιμωρούσε τους πονηρούς ανθρώπους, όπως έκανε με κάποιους μαυραγορίτες που γκρέμνισε τις αποθήκες που φυλάγανε το σιτάρι, ενώ ο κόσμος πέθαινε από την πείνα, και καταπλακωθήκανε μαζί με το σιτάρι: "και μελετώμενον λιμόν παρά των σιτοκαπήλων, έλυσε, συμπεσουσών αυτοίς, των αποθηκών αις τον σίτον συνέσχον". Kαι μ' όλα αυτά εζούσε με τόση φτώχεια, που σαν πήγε κάποτε ένας φτωχός να τον βοηθήσει για να πληρώσει κάποιο χρέος του, δεν είχε να του δώσει τίποτα, και με θαύμα έκανε μαλαματένιο ένα φίδι που βρέθηκε σ' εκείνο το μέρος, και το έδωσε στον φτωχό, κ' εκείνος το έλιωσε και πλήρωσε το χρέος του. Άλλη φορά πάλι έγινε κατακλυσμός, και τα ποτάμια ξεχειλίσανε και πλημμύρισε η χώρα, κι' ο άγιος Σπυρίδωνας προσευχήθηκε και τραβήξανε τα νερά και στέγνωσε ο νεροπατημένος τόπος.[...]" (Φώτης Κόντογλου, "Γίγαντες ταπεινοί")
    θέα.jpg

    22 Ιου2008

    παρ.4.jpg
    του Νέστορα Μάτσα
    "[...] Θυμάμαι το λόγο ενός ευλογημένου τρελού, που συναπάντησα στη Βίτσα, στο Ζαγόρι.
    Μου είπε:- "Οι μυαλωμένοι ζουν στην κόλαση. Οι τρελοί σα λόγου μου στην Παράδεισο."
    Και μου ιστόρησε με το δικό του τρόπο, πως οι λογικοί περνάν το βίο τους σ'ένα στάβλο με λογής βρωμιές. Μα οι κουζουλοί - ας είναι βλογημένοι- ζουν σ'ένα περβόλι ολάνθιστο με μηλιές φορτωμένες με χρυσά μήλα. Κάθε χρυσό μήλο κι ένα παραμύθι. Απλώνουν το χέρι τους, το κόβουν κι ευφραίνονται.
    Στο ίδιο περιβόλι με τις χρυσές μηλιές ζουν κι οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που έχουν γύρω τους στήσει έναν όμορφο κόσμο κι είναι στολισμένοι, καθώς τόσο σωστά το λέγει ο Φώτης Κόντογλου, "με την αρχαία απλότητα".
    Για τούτους τους δεύτερους, δώστε μου τη χαρά να διαβάσουμε μαζί ένα σπουδαίο κείμενο του σεμνού δασκάλου της Ρωμιοσύνης, του Κόντογλου, που σ'ολάκερη τη ζωή του κράτησε τη στέγη αυτού του τόπου με την πίστη του και την καθαρή καρδιά του.
    Λέγω πως τούτο το κείμενο πρέπει να περάσει στ'αναγνωστικά, να το διαβάζουν τα παιδιά μας και να φωτίζονται:
    παραμ.jpg
    _"Προ εκατό διακόσια χρόνια, όλη η οικουμένη είχε πολλά σχολειά σε κάθε χώρα, και σπουδάζανε οι άνθρωποι. Σπουδάζανε και καλά πράγματα, αφού και το Ευαγγέλιο με ψηφιά είνε γραμμένο, μα κοντά στα λίγα καλά, μαθαίνανε πιο πολλά κακά, επειδής ο διάβολος μέσα στο σιτάρι σπέρνει τα ζιζάνια. Λοιπόν πονήρεψε ο κόσμος κι έχασε την αρχαία απλότητα και κείνη τη σεμνότητα που τον στόλιζε.
    Μοναχά η Ελλάδα απόμεινε αγράμματη, περιζωμένη από έθνη που είχανε χάσει την παρθενικιά τούτη απλότητα. Θάρεψε κανένας πως ήτανε μαντρωμένη μ'ένα φράχτη, για να μη μπούνε μέσα στον παράδεισό της τα πονηρά δαιμόνια, και πως τη φύλαγε το Χερουβείμ με το πυρωμένο σπαθί.
    Οι άνθρωποι εδώ πέρα ζούσανε σαν νάτανε χίλια χρόνια πίσω, στα χρόνια του Μεγαλέξαντρου και στου Χριστού τα χρόνια, σε καιρό που δίπλα τους η Ιταλία κ' η Γαλλία και τάλλα τα έθνη είχανε γίνει σχεδόν όπως είναι σήμερα. Και μολαταύτα, εδώ πέρα, στα βουνά και στις κλεισούρες που ζούσανε άνθρωποι μισοάγριοι, άνθιζε ακατάλυτο το αρχαίο δέντρο της Δωδώνης, και λαλούσε ολοένα η βρύση πούχε πιει ο Όμηρος κι ο Ησίοδος κι ο Σοφοκλής κι ο Ρωμανός ο Μελωδός κι ο Μηνάς ο Καλλικέλαδος.
    Δίχως χαρτί και δίχως μελάνι τραγουδιώντανε όσα τραγουδιούνται, το πως έρχεται στον κόσμο ο άνθρωπος, το πως αγαπά, το πως πεθαίνει.
    Ποιά φυλή άλλη στόλισε τη ζωή της με τέτοια αμάραντα κι αγνά λουλούδια;
    Σε ποιά χώρα όλοι τραγουδούσανε και ψέλνανε από τον μικρό ως τον μεγάλο;
    Που τεχνουργέψανε, σαν με κάποιο κοφτερό σμιλάρι, τέτοια τραγούδια παλληκαρίσσια, τέτοια ερωτικά, τέτοια νανουρίσματα, τέτοια μοιρολόγια, που να ραγίζει η γης από την πίκρα; Πουθενά!
    Γιατί, όπως λέγει το Ευαγγέλιο, αυτοί που δεν πήγανε στο σχολειό, γενήκανε δάσκαλοι σε κείνους που το ξεσκολίσανε.
    Κανένας δεν ήξερε να γράψει τόνομά του σε τούτο τον παρθένο τόπο, και μολαταύτα σαν μαγνήτης έσερνε τους σπουδαγμένους της γης, και ζέσταινε την καρδιά τους πούχε παγώσει από την πολλή σπουδή, και βρίσκανε ξεκούραση κουβεντιάζοντας με τους τσοπαναρέους οι κουρασμένοι κ'οι φορτωμένοι την ταφόπετρα της σοφίας και της επιστήμης, κι αλλάζανε τα καθαρά στενοβράκια τους με τη λερή παληοκαπότα, για να απογευτούνε την αληθινή ζωή και να πιούνε από τις βρυσούλες και να κοιμηθούνε στα σκληρά γιατάκια των κλεφτών. Θαρείς πως η πλάση στ'άλλα μέρη είχε στερέψει, και πως δε γύριζε πια μηδέ ο ήλιος μηδέ το φεγγέρι, και πως η γης είχε γίνει ξέρακας και πως μοναχά στη μαγκούφα Ελλάδα βαστούσε ακόμη σαν και πρώτα η γλυκειά τάξη του κόσμου.
    Ο Φτωχός ο Λάζαρος καθότανε μακάριος στην αγκαλιά του Αβραάμ, κι ο πλούσιος τον παρακαλούσε να πάγει να τον δροσίσει με το βρεμένο δάχτυλό του.
    Αν ετούτο δεν λέγεται ζωή, τότε ποιά είναι η ζωή; Ρωτώ να μάθω. Και το πιο παράξενο είνε πως ο πιο παμπάλαιος λαός πούχε ζήσει ζιλιάδες χρόνια πριν από τους άλλους, ο παπούς κι ο προπάπος τους, ήτανε κοντά τους ο πιο νιος, παλληκάρι απάνω στ'άνθος του, τριγυρισμένος από ψυχές μαραζιάρικες και αγουρογερασμένες, ρουπάκι καμμένο από τ'αστροπελέκια, που πέταγε καινούργια φύτρα και χρυσοπρασίνιζε και λουλούδιζε ανάμεσα σε κλαριά ξερά, κι ας ήτανε χτεσινά και προχτεσινά φυτουργήματα." (Φώτη Κόντογλου, "Τα έμορφα τραγούδια μας")_
    παρ.3.jpg
    Είναι τόσο μεστό σε νοήματα και Ρωμιοσύνη αυτό το κείμενο, που τίποτε δε μένει (και δεν πρέπει) να προσθέσουμε εμείς. Κι αν κάτι πρέπει να ξεχωρίσουμε από τούτο το θησαυρό, είναι η φράση: "Σε ποιά χώρα όλοι τραγουδούσανε και ψέλνανε απ'τον μικρό ως τον μεγάλο;"
    Το πικρό ερώτημα που μας καίει σα φωτιά και σαν πυρωμένο σίδερο, αν ακόμη τραγουδάν σε τούτη τη χώρα... Μα σίγουρα, όσο κι αν ρωτάμε, κανένας, κανένας δε θα βρεθεί να μας αποκριθεί."
    (Νέστορας Μάτσας, "Το περιβόλι με τα χαμένα παραμύθια", εκδ.Εστίας)
    παρ.6.jpg
    παρ.5.jpg
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Το φτωχό καλό παιδί...Του Φ. Κόντογλου Rating: 5 Reviewed By: dognet
    Scroll to Top