Γυρίζοντας από το κυνήγι μια μέρα, βάδιζα σε μια δεντροστοιχία του περιβολιού μου. Ο σκύλος μου έτρεχε μπροστά μου.
Ξαφνικά, βράδυνε το βήμα κι άρχισε να προχωρεί με προφύλαξη, σα να οσμιζότανε μπροστά του κυνήγι.
Κοίταξα μπροστά στη δεντροστοιχία κι είδα ένα μικρό σπουργίτι, με κίτρινη μυτούλα, με χνούδι στο κεφάλι. Είχε πέσει απ’ τη φωλιά του, καθώς ο δυνατός αγέρας σειούσε τις σημύδες.
Καθόταν ασάλευτο, αξιολύπητο μ’ απλωμένες τις φτερούγες του που μόλις είχαν βγάλει φτερά.
Ο Τρεζόρ το ζύγωνε, μ’ όλα του μούσκουλα τεντωμένα. Και να! Από το κοντινό το δέντρο πετάχτηκε ένα μεγάλο σπουργίτι με μαύρο στήθος.
Έπεσε σαν πέτρα ίσα ίσα μπροστά στου σκυλιού το στόμα.
Και με τα φτερά του ορθωμένα, σαστισμένο, λαχανιασμένο, μ’ ένα παραπονιάρικο τσίρισμα, απελπισμένο, πήδηξε δυο φορές κατά τη μεριά που βρισκότανε τ’ ανοιχτό ρύγχος του σκύλου, τ’ οπλισμένο με κείνα τα μυτερά δόντια…
Το μεγάλο σπουργίτι είχε τρέξει να γλυτώσει το παιδί του, να του χρησιμέψει σαν προπύργιο, σαν οχυρό. Μα ολάκερο το κορμάκι του ριγούσε απ’ την τρομάρα, η κραυγή του ήταν βραχνή, άγρια.
Πέθαινε. Θυσίαζε τη ζωή του.
Τι φοβερό θεριό που θα φαινότανε στα μάτια του ο σκύλος!
Κι ωστόσο, δεν μπόρεσε να κρατηθεί στο κλαδί του, που ήτανε τόσο ψηλό, τόσο σίγουρο. Το είχε σπρώξει μια δύναμη, πιο ισχυρή από τη θέλησή του.
Ο Τρεζόρ σταμάτησε, έκανε πίσω. Μπορούσες να πεις πως την είχε νιώσει κείνη τη δύναμη.
Βιάστηκα να φωνάξω το σαστισμένο σκύλο μου και ξεμάκρυνα πλημμυρισμένος από κάποιον άγιο σεβασμό.
Ναι, μη γελάτε!
Σεβασμό ένιωσα μπροστά σ’ εκείνο το μικρό ηρωικό πουλάκι, μπροστά στην ορμή της αγάπης του…
.Το παραμύθι αυτό περιέχεται στο βιβλίο Παραμύθια από όλο το κόσμο , Εκδόσεις ΜΙΝΩΑ....