Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ! Πουλί μου εσύ που μου 'φερνες νεράκι στην παλάμη...

Από αυτή τη φωτογραφία εμπνεύστηκε ο Γιάννης Ρίτσος και έγραψε τον Επιτάφιο. 
Ο Επιτάφιος είναι ο σπαρακτικός θρήνος της μάνας ενώπιον του θανάτου του υιού της και μια από τις κορυφαίες ποιητικές στιγμές του 20ου αιώνα. 

Ήταν 9 Μαΐου 1936. Οι καπνεργάτες διαδήλωναν ζητώντας αύξηση και στην Θεσσαλονίκη υπήρχαν διάσπαρτες συγκεντρώσεις. Σε μια από αυτές στην διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Βενιζέλου ήταν ένα απόσπασμα από χωροφύλακες που χωρίς προειδοποίηση άνοιξαν πυρ. 
Ο απολογισμός ήταν 12 νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες. Την επομένη, ο Ριζοσπάστης κυκλοφόρησε με ένα πρωτοσέλιδο αφιερωμένο στο μακελειό της προηγούμενης μέρας και με μια φωτογραφία που προκάλεσε αίσθηση. Μια μάνα θρηνούσε πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της Τάσου Τούση. 

Ο Γιάννης Ρίτσος κλείστηκε για δύο ημέρες στη σοφίτα του στην οδό Μεθώνης και έγραφε. Την 3η ημέρα παρέδωσε τα τρία πρώτα αποσπάσματα από τα συνολικά 20 που αποτελούσαν το συνολικό έργο. 
Το προλόγισε ο ίδιος ο ποιητής:

(Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου,
μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της,
βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπερ-
γῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της):



Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,

πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;

Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,

τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;

Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;

Στὴ στράτα ἐδῶ καταμεσὶς τ᾿ ἄσπρα μαλλιά μου λύνω
καὶ σοῦ σκεπάζω τῆς μορφῆς τὸ μαραμένο κρίνο.

Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.

Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω

Τ' ΑΗΤΟΥ ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ ΣΟΥ ΠΡΕΠΕΙ! Το τραγούδι της μάνας

Γιε μου, μικρός σαν ήσουνα πετούσες σαν φτερούγα
και κάρφωνες τα μάτια σου
προς τη μεγάλη ρούγα

Τό `ξερα πως τ’αητού
το μέγα πέταγμα σού πρέπει
Πάρ’ την ψυχή μου φυλαχτό
και την καρδιά μου σκέπη

Την λάμπα άναψα για σε
να βλέπεις σαν νυχτώνει
κι απ’ τη φωτιά μου, ζεστασιά
θε νά `χεις μες στο χιόνι

Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίμης Πλέσσας

Ω γλυκύ μου Έαρ...

Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, μέρα απόλυτης νηστείας. Παλιά οι γυναίκες για να δείξουν το πένθος και τη λύπη για το Χριστό που είναι στο Σταυρό έβαζαν μωβ ποδιές και δεν έτρωγαν τίποτε όλη μέρα, μόνο Έπιναν ξύδι.
Μετά την Αποκαθήλωση το απόγευμα έψαλλαν το θρήνο της Παναγίας και τα εγκώμια. Ποιος δεν θυμάται  και δεν έχει ψάλλει από παιδί :το Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατο  μου τέκνο που έδυ σου το κάλλος;

Μεγάλη Παρασκευή!.....

Πάντα την μεγάλη Παρασκευή
νά ’σαι μόνος σαν τον Χριστό,
προσμένοντας το τελευταίο καρφί, το ξύδι, την λόγχη.
Τις ζαριές να ακούς ατάραχα
στο μοίρασμα των υπαρχόντων σου
τις βλαστήμιες, τις προκλήσεις, την αδιαφορία
Πριν την Παρασκευή δεν έρχεται η Κυριακή
τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων
της μεγάλη Παρασκευής της ζωής μας.
Μην ξαφνιαστείς, μην φοβηθείς
στ’ απρόσμενο σουρούπωμα
οι μπόρες τ’ ουρανού δεν στερεύουν.
Η ξαστεριά θα ’ρθεί το σαββατόβραδο
τότε λησμονάς τα μαρτύρια των δρόμων
της μεγάλης Παρασκευής της ζωής μας.




Από το CD του Χρίστου Τσιαμούλη: «Δωδεκάορτο»
Στίχοι: Μακαριστός Γέροντας Μωυσής (†2014)
Τραγούδι: Μανώλης Μητσιάς