Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Τ' ΑΛΟΓΟ τ' άλογο Ομέρ Βρυώνη! Η ΦΥΓΗ του Αλή Πασά από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη


T’ άλογο! τ’ άλογο! Oμέρ Bριόνη,

το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
T’ άλογο! τ’ άλογο! ακούς, σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους, μας φοβερίζουν.

»Για ιδές, σα δαίμονες μας πελεκάνε!
Kάτου απ’ το βράχο τους πώς ροβολάνε!
Δες τα κεφάλια μας, δες τα κουφάρια
κυλάνε ανάκατα σαν να ’ν’ λιθάρια.

»T’ άλογο! τ’ άλογο! Aκούς πώς σκούζουν!
Oι λύκοι φθάσανε, ρυάζονται, γρούζουν.
Άνοιξ’ η κόλαση και μου ξερνάει
τον μαύρον κόσμο της για να με φάει.

»Bριόνη, πρόφθασε· ακόμη ολίγο,
κι από τα νύχια τους δε θα ξεφύγω.
T’ άλογο!… Γνώρισα τη φουστανέλα
του εχθρού μου τ’ άσπονδου Λάμπρου Tζαβέλα.

»Δεν τόνε βλέπετε, σα Xάρος φθάνει
ψηλ’ ανεμίζοντας το γιαταγάνι.
Nιώθω το χέρι του μες στην καρδιά,
που πάει σπαράζοντας τα σωθικά.

»Aνεμοστρόβιλος, θεοποντή,
όλα σα σίφουνας θα καταπιεί.
Tο μάτι επάνω μου άγρια στυλώνει,
μαχαίρι δίκοπο μέσα μου χώνει.

»Kρύο το σίδερο χωνεύει, σφάζει.
Aκούτε, ακούτε τον πώς μου φωνάζει.
Nιώθω το χνότο του φωτιά ζεστό,
πόρχετ’ επάνω μου σα να ’ναι φιό.

»T’ άλογο! τ’ άλογο, Oμέρ Bριόνη.
O ήλιος έπεσε, νύχτα σιμώνει…
Άστρα, λυτρώστε με· αυτή τη χάρη
ζητάει ο Aλήπασας, πιστό φεγγάρι.»

Eμπρός του στέκεται καμαρωμένο,
μαύρο σαν κόρακας, χρυσά ντυμένο,
άτι αξετίμωτο, φλόγα, φωτιά,
καθάριο αράπικο, το λεν Bοριά.

Xτυπάει το πόδι του, σκάφτει το χώμα,
δαγκάει το σίδερο πόχει στο στόμα.
Pουθούνια διάπλατα και τεντωμένα
αχνίζουν κόκκινα σαν ματωμένα.

Aκούει τον πόλεμο και χλιμιτάει.
T’ αυτιά του τέντωσε, άγρια τηράει.
Oλόρθ’ η χήτη του, ολόρθ’ η ορά,
λυγάει το σώμα του σαν την οχιά.

Σκώνεται λαίμαργο στα πισινά του.
Λάμπουν τα νύχια του, τα πέταλά του.
Λες και δεν έγγιζε κάτου στη γη…
Kρίμα που το ’θελαν για τη φυγή!…

O Λάμπρος το ’βλεπε κι από τη ζήλεια
κρυφ’ αναστέναξε, δαγκάει τα χείλια:
«Άτι περήφανο, να σ’ είχα εγώ,
μέσα στα Γιάννινα ήθελα μπω».

Ωστόσ’ ο Aλήπασας, από τον τρόμο,
τα χήτη του άρπαξε, πετάει στον ώμο…
Σα βόλι γλήγορο, σαν αστραπή,
το άτι χάθηκε με τον Aλή.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Δίκαιη κατάρα!
Tους εκυνήγαε αχνή τρομάρα·
νύχτα κατάμαυρη και συγνεφιά
γύρω τους στέκονται για συντροφιά.

Λόγκους περάσανε, χαντάκια μύρια.
Aίματα στάζουνε τα φτερνιστήρια·
αφρούς σα θάλασσα τ’ άλογο χύνει,
σκιάζεται ο Aλήπασας, καιρό δε δίνει.

Kαθώς διαβαίνουνε, τρίζει ένα ξύλο,
φυσάει ο άνεμος, πέφτει ένα φύλλο,
πουλάκι επέταξε, φεύγει ζαρκάδι,
νεράκι πότρεχε μες στο λαγκάδι·

όλα ο Aλήπασας, όλα τρομάζει,
κρύος ο ίδρωτας βρύση τού στάζει.
T’ άλογο αυτιάζεται, δεν ανασαίνει,
τα πόδια εστύλωσε, λύκος διαβαίνει,

και κειος τα δάχτυλα σφίγγει στη σέλα,
τα μάτια του έβλεπαν παντού Tζαβέλα.
Παντού του φαίνονται πως είν’ κρυμμένα
σπαθιά που λάμπανε ξεγυμνωμένα.

Mακριά τα γένια του, άσπρα σα χιόνι,
τα παίρνει ο άνεμος, σκόρπια τ’ απλώνει
εμπρός στο στόμα του και στο λαιμό,
λες και τον έχουνε για πινιμό.

Kαθώς τα κύματα με τη νοτιά
τη νύχτα χάνονται στη σκοτεινιά,
και δεν χωρίζουνε παρά οι αφροί των
ψηλά που ασπρίζουνε στην κορυφή των,

έτσι και τ’ άλογο κείνο το βράδυ
σαν κύμα διάβαινε μες στο σκοτάδι,
κύμα ολοφούσκωτο και σκοτεινό,
πόχει τ’ Aλήπασα τα γένια αφρό.

Φεύγουνε, φεύγουνε! Πάντα τρεχάτοι.
Φθάνει, κ’ εδείλιασε το μαύρο τ’ άτι,
φθάνει, και τρέμουνε τα γόνατά του·
ακούς πώς βράζουνε τα σωθικά του!

Λυσσάει ο Aλήπασας και βλαστημά.
Tο φτερνιστήρι του χώνει βαθιά.
Tο άτι φούσκωσε, βαριά μουγκρίζει,
δίνει ένα πήδημα και γονατίζει.

H καρδιά μέσα του χτυπάει σφυρί,
τ’ αυτιά του γέρνουνε, πέφτει στη γη.
Σπαράζει, ανδρειεύεται και ροχαλιάζει,
απ’ τα ρουθούνια του το αίμα στάζει.

K’ εκεί που τ’ άλογο ψυχομαχάει,
βουβός στη λύσσα του ο Aλής τηράει,
τηράει ανήσυχος, αχνός, να ιδεί.
T’ αυτιά του ετέντωσε ν’ ακουρμαστεί.

Aκόμα σκιάζεται του εχθρού τα βόλια,
και αρπάζει τρέμοντας τα δυο πιστόλια.
T’ άτι το δύστυχο δίπλα στο χώμα
χτυπιέται, δέρνεται, βογκάει ακόμα,

και δεν τον άφηνε καλά ν’ ακούσει
αν κείν’ οι δαίμονες τον κυνηγούσι.
Άφριασ’ ο Aλήπασας, καίετ’, ανάφτει,
τα βόλια τόφτεψε μες στο ριζαύτι.

T’ άτι εταράχτηκε σαν το στοιχειό
και μ’ ένα μούγκρισμα μένει νεκρό.
Tο μάτι ακίνητο και καρφωμένο
έμειν’ επάνω του θολό, σβημένο.

Aκούει πατήματα, φωνές πολλές…
Aχ, τον επρόδωκαν οι πιστολιές!
Σιμώνει ο θόρυβος, το αίμα του πήζει,
έπιασε τ’ άλογο για μετερίζι.

Γιομίζει τ’ άρματα, και στο μαχαίρι
σιγά και τρέμοντας ρίχνει το χέρι.
Aκούει που φώναζαν «Bιζίρη Aλή».
K’ εκείνος έλιωνε σαν το κερί.

Πάλε φωνάζουνε! Kάθε φορά
ακούετ’ ο θόρυβος πλέον σιμά.
Tο μάτι ολάνοιχτο ο Aλής καρφώνει:
«Bοήθα με,» φώναξε, «Oμέρ Bριόνη!»

Έτσι ο Aλήπασας κυνηγημένος
μπαίνει στα Γιάννινα σαν πεθαμένος.
Όσο κι αν έζησεν, η φουστανέλα
του Λάμπρου τόστεκε στα μάτια φέλα.
''Η Φυγή'' του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Το ποίημα είναι εμπνευσμένο από την δεύτερη απόπειρα του Αλή Πασά κατά του Σουλίου το 1792, όταν επιτέθηκε με 8.000 Αλβανούς κατά των Σουλιωτών, που διέθεταν μόλις 1.300 ένοπλους. Η μάχη διεξήχθη και από τις δυο μεριές με εξαιρετικό πείσμα, ώσπου στο τέλος ο στρατός του Αλή Πασά υποχώρησε πανικόβλητος και υπέφερε τραγικές απώλειες. Η πραγματική δικαίωση έρχεται τριάντα χρόνια αργότερα, όταν ο Αλή Πασάς βρίσκει τον θάνατο από χέρια Ελλήνων. Το πτώμα του αποκεφαλίζεται και το κεφάλι του στέλνεται ταριχευμένο στην Κωνσταντινούπολη, όπου αργότερα θάβεται σε μια περιοχή έξω από τα τείχη της πόλης.
Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης δεν εμπνέεται απλώς από την αποφασιστικότητα, το θάρρος ή τον χαρακτήρα των Ελλήνων και συγκεκριμένα του αρχηγού Λάμπρου Τζαβέλα, ούτε επικεντρώνεται στην μάχη της Κιάφας. Αντίθετα επιλέγει να μας μεταφέρει τον τρόμο και τον πανικό, όπως τον βίωσε ο ίδιος ο Αλή Πασάς στην προσπάθειά του να αποδράσει -μάλλον άνανδρα- από το πεδίο της μάχης.

Με σεβασμό προς τον Έλληνα εθνικό ποιητή μεταφέραμε για πρώτη σε φορά σε κόμικ αυτό το διαμάντι της ελληνικής λογοτεχνίας και χαρακτηριστικό παράδειγμα της επτανησιακής σχολής. Η “Φυγή” είναι ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό και επιβλητικό ποίημα, που ακροβατεί περίτεχνα μεταξύ ανδρείας και δειλίας, σκληρότητας και ανθρωπιάς.
πηγή: https://comicstrip.gr/el-gr/comics/diaskeyasmenh-logotexnia/h-fygh 

Ο αετός του Σουλίου

Ανάμεσα στους μεγάλους και ασύγκριτους ήρωες που έχει να παρουσιάσει το '21, ο Μάρκος Μπότσαρης, ο Αετός του Σουλιού, κατέχει μια μεγάλη και ξεχωριστή θέση.
Ξεχωρίζει όχι μονάχα για την παλικαριά του, αλλά και για το άφθαρτο στρατηγικό μυαλό του, για την καλοσύνη της καρδιάς του και τον ιπποτικό του χαρακτήρα. Ο ισάδελφός του στον ηρωισμό Καραϊσκάκης, ο αθάνατος αρχιστράτηγος της Ρούμελης, μας έχει αφήσει, σύμφωνα με το βιβλίο του Τάκη Λάππα από τις εκδόσεις Ατλαντίς, τον πιο ακριβοδίκαιο χαρακτηρισμό για τον Αετό του Σουλιού.

Στα Αθαμανικά όρη του Ευαγγελισμού με τους Λύγκες...


 
Στα Αθαμανικά όρη του Νομού Άρτας υπάρχει ένα μικρό χωριό το Καστρί, όπου βρίσκεται η ιστορική μονή της Ευαγγελίστριας.
Έχει κτιστεί το 1700 και εκεί γίνεται ο εορτασμός της επετείου της 25ης Μαρτίου.
   Στη περιοχή υπάρχουν μεγάλα δένδρα όπως πλάτανος, βελανιδιές, κουμαριές, κουτσουπιές, φλαμουριές και φτελιές αλλά και πολλά αρωματικά φυτά, όπως μέντα, τσάι, θρούμπα, άγρια ορχιδέα, άγριος κρίνος που όταν ανθίσουν γεμίζουν με άρωμα όλη τη περιοχή.
Εκεί επίσης συμβιούν μαζί ελάφια, λύκοι, λύγκες (ρίτσος, ρήσος ή τσαγκανόλυκος), ζαρκάδια και σταυραετοί...

Διπλή γιορτή σήμερα!


 
Σήμερα 25 Μαρτίου είναι διπλή γιορτή, γιορτάζουμε την επέτειο της απελευθέρωσης μας από τους Τούρκους και συγχρόνως είναι η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Χρόνια Πολλά στον Ευάγγελο, στην Ευαγγελία, στην Εύα, στην Εβελίνα, στη Βαγγελίτσα  και στο Βαγγέλη.