728x90 AdSpace

  • ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

    Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2013

    Γεώργιος Δροσίνης: Τα ζώα μου...

    Ο Γεώργιος Δροσίνης υπήρξε από τους πιο απλούς και προσφιλείς ποιητές. Καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών του Μεσολογγίου. Γεννήθηκε στην Αθήνα στις 9 Δεκεμβρίου 1859 και πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Ιανουαρίου 1951.
    Υπήρξε ο κατεξοχήν φυσιολάτρης ποιητής. Αυτό αποδεικνύεται χαρακτηριστικά και από ένα απόσπασμα-Τα ζώα μου και τα πουλιά- στα απομνημονεύματά του (Σκόρπια φύλλα της ζωής μου). Σε αυτό, ο Γεώργιος Δροσίνης μιλάει για τα κατοικίδια που είχε, όταν ήταν παιδί. Μεταξύ...
    αυτών ήταν και τρεις σκύλοι. Επίσης, τονίζει την διαφορά ανάμεσα σε μία γάτα και ένα σκύλο.
    Διαβάστε το απόσπασμα που ακολουθεί:

    "Ποιο παιδί δεν αγαπά τα ζώα και ποιο παιδί από τα πιο μικρά του χρόνια δε λαχταρά ν’ αποχτήσει κάτι ζωντανό δικό του, καθαυτό δικό του; Χαίρεται να το νιώθει στην εξουσία του, να το φροντίζει για την τροφή του, να του καθαρίζει το κλουβί του, αν είναι πουλί, να του συγυρίζει το σπιτάκι του ή τη γωνιά του, αν είναι τετράποδο.
    Κι εγώ είχα την τύχη να περάσουν πολλά ζωντανά από τα παιδιάτικά μου χέρια, τα περισσότερα σταλμένα από συγγενείς και φίλους στον πατέρα μου για μένα.....
    Σκυλιά δεν έλειψαν ποτέ από το σπίτι μας. Συνομήλική μου ήταν η Κίρκη, μια πανάγαθη ασπρόμαυρη σκυλίτσα με μακριά σγουρά μαλλιά και κρεμαστά αυτιά, ράτσας γερμανικής, που είχε πρωτοφέρει η βασίλισσα Αμαλία. Συντρόφισσα των παιγνιδιών μου, που ποτέ δε φαντάστηκε πως μπορούσε να με δαγκώσει, κι όταν ακόμα την καταδίκαζα να σέρνει σαν υποζύγιο τα καροτσάκια μου, κι αν δυσκολεύουνταν τη χτυπούσα με μια βέργα για να κάνω τον τέλειον αμαξά. Μεγαλώσαμε μαζί και γέρασε, με τα δικά της όρια της ηλικίας, για να πεθάνει, όταν εγώ δεν ήμουν ακόμα δεκαπέντε χρόνων.
    Άλλη σκυλίτσα, κάτασπρη, μαλλιαρή, η Λητώ, είχε τραγικό τέλος, γιατί έδειξε σημάδια λύσσας, κι ο πατέρας μου αναγκάστηκε να τη σκοτώσει με μια τουφεκιά μες στο στόμα της, αφού όρμησε καταπάνω του κι άρπαξε με τα δόντια την κάνα του τουφεκιού.
    Kαθαυτό δικό μου σκυλί αργότερα ήταν η Mπουλότ, μια χοντρούλα σκύλα του κυνηγιού μαυριδερή, κοντόμαλλη. Tην ήθελα για να την πάρω μαζί μου στις Γούβες το καλοκαίρι, που ταχτικά πια μου είχεν υποσχεθεί, πως θα με παίρνει μαζί του ο πατέρας μου. Kαθώς όλα τα κυνηγιάρικα σκυλιά ήταν ζημιάρικο και σκανταλιάρικο. Tις παντόφλες του πατέρα μου κάποτε, παρμένες από κάτω από το κρεβάτι του, τις βρήκαμε στο περιβόλι, θαμμένες στη ρίζα μιας πορτοκαλιάς. Kαι το χειρότερο: ένα χρυσό και σμαλτωμένο ρολογάκι, νυφικό δώρο της μητέρας μου, ακουμπισμένο στο τραπεζάκι, ανασηκώθηκε στα πίσω πόδια, γιατί θ’ άκουσε το τικ-τακ, το πήρε στο στόμα και το μάσησε με τα δόντια της. Ύστερα απ’ αυτό δεν μπορούσε πια να μείνει στο σπίτι.
    Kατά καλή τύχη είχαν τότε φέρει στην Aθήνα για κάποια δουλειά τον επιστάτη των Γουβών, έναν παλιόν ενωματάρχη Hπειρώτη, και ήταν να φύγει τις μέρες εκείνες του Γενάρη για τις Γούβες. Tου δώσαμε λοιπόν την Mπουλότ μαζί του. Έτσι θα την έβρισκα το καλοκαίρι, και μάλιστα γυμνασμένη για το κυνήγι.
    Όταν φτάσαμε καβάλα με τον πατέρα μου και συνοδό τον επιστάτη μπροστά από τον Πύργο των Γουβών, η Mπουλότ, που κοιμούνταν φύλακας στην πέτρινη σκάλα, όρμησε κατ’ απάνω μου, που πήγαινα πρώτος, κι ο επιστάτης μού φώναξε:
    ― Πρόσεξε, μην πεζέψεις πριν έρθω κοντά, γιατί είναι πολύ άγρια και δαγκώνει.
    Aλλά μόλις άκουσε τη φωνή μου και τ’ όνομά της, αναστύλωσε τ’ αυτιά ξαφνιασμένη. Kι άμα πήρε μυρωδιά, πήδησε απάνω μου, πριν πεζέψω, φιλώντας τα πόδια μου, τα ρούχα μου, το χέρι μου, που της άπλωσα να τη χαϊδέψω. Kι από την ώρα εκείνη παράτησε τον επιστάτη κι αφοσιώθηκε σ’ εμένα. M’ ακολουθούσε και στα κυνήγια των λαγών και στους περιπάτους μου. Kάθουνταν μπροστά στα πόδια μου, όταν έμενα στον εξώστη του Πύργου, και δεν τολμούσε κανένας να με πλησιάσει.Tις νύχτες δεν κοιμούνταν στη σκάλα καθώς πριν, αλλά κάτω από το παράθυρό μου. Kι όταν ήρθε η ώρα να φύγω από τις Γούβες, ο επιστάτης αναγκάστηκε να τη δέσει για να μην έρθει μαζί. Kι άκουα από τ’ άλογο για πολλή ώρα στο δρόμο τα κλαψιάρικα γαβγίσματά της. Ήταν όμως κακό το τέλος της. Tο άλλο καλοκαίρι δεν την βρήκα στον πύργο να ’ρθει να με προαπαντήσει, κι ο επιστάτης μού είπε, πως την είχαν σκοτώσει, γιατί είχε πάρει την κακή συνήθεια, να σηκώνει τις κλώσσες από τις φωλιές και να τρώει τ’ αυγά τους. Eίχε ρημάξει τις νοικοκυράδες του χωριού, κατά τη φράση του επιστάτη.......
    Το μόνο σπιτικό ζώο που δε συμπαθούσα ποτέ κι ούτ’ επιθύμησα να το αποχτήσω δικό μου, ήταν η γάτα. Τίποτε καλό δεν έκανε, παρά να τρώει τα ποντίκια, και τα κακά κι οι ζημίες της δε μετριούνταν. Και πρώτα πρώτα, ο χειρότερος εχθρός του περιβολιού: μας αφάνιζε τα τρυφερά φυτώρια. Έπειτα, κυνηγούσε τα σπουργίτια και τ’ άλλα πουλάκια, που πολλές φορές τα πήρα από τα δόντια της μισοφαγωμένα, και είχε όλη την όρεξη ν’ απλώσει τα νύχια της και στα πουλιά του σπιτιού, αν ήταν χαμηλότερα κρεμασμένα τα κλουβιά τους. Τις νύχτες με ξυπνούσαν τα νιαουρίσματά της στην αυλή και στον τοίχο της μάντρας. Τα χέρια μου ήταν συχνά τζαγκρουνισμένα, αν τύχαινε ν’ απλώσω για να τη χαϊδέψω. Καμιά αφοσίωση σ’ εκείνους που την έτρεφαν και τη φρόντιζαν στο σπίτι. Γενικά, μου έκανε την εντύπωση, όχι πως ήταν αυτή δική μας, αλλά πως μας θεωρούσε εμάς της υπηρεσίας της. Ο τύπος της απιστίας και της αχαριστίας. Η αντίθεση του σκυλιού. Γι’ αυτό κι η θανάσιμη έχθρα των δυο ζώων μεταξύ τους.''

    Γεώργιος Δροσίνης, Σκόρπια φύλλα της ζωής μου,
    τ. A΄, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Bιβλίων, 1985
    • Blogger Comments
    • Facebook Comments

    0 σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου

    Item Reviewed: Γεώργιος Δροσίνης: Τα ζώα μου... Rating: 5 Reviewed By: Press-Gr
    Scroll to Top